πλαγιοφυλακή: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>στρ.</b> [[μονάδα]] πεζικού, ή ιππικού παλαιότερα, ή και [[απόσπασμα]], που καλύπτει τα [[πλευρά]], δεξιό και αριστερό, μιας κινούμενης [[φάλαγγας]], με σκοπό την [[προστασία]] της από πλευρική εχθρική [[προσβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[φυλακή]] (<b>πρβλ.</b> <i>οπισθο</i>-[[φυλακή]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους].
|mltxt=η, Ν<br /><b>στρ.</b> [[μονάδα]] πεζικού, ή ιππικού παλαιότερα, ή και [[απόσπασμα]], που καλύπτει τα [[πλευρά]], δεξιό και αριστερό, μιας κινούμενης [[φάλαγγας]], με σκοπό την [[προστασία]] της από πλευρική εχθρική [[προσβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[φυλακή]] ([[πρβλ]]. [[οπισθοφυλακή]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
στρ. μονάδα πεζικού, ή ιππικού παλαιότερα, ή και απόσπασμα, που καλύπτει τα πλευρά, δεξιό και αριστερό, μιας κινούμενης φάλαγγας, με σκοπό την προστασία της από πλευρική εχθρική προσβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φυλακή (πρβλ. οπισθοφυλακή). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους].