πνευματορήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(33)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωρος, ὁ, Μ<br />[[ρήτορας]] που αγορεύει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα («τοῡ πνευματορήτορος Παῡλου τὰ ἐπιστόλια», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i><span style="color: red;">+</span> [[ῥήτωρ]].
|mltxt=-ωρος, ὁ, Μ<br />[[ρήτορας]] που αγορεύει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα («τοῦ πνευματορήτορος Παῡλου τὰ ἐπιστόλια», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i><span style="color: red;">+</span> [[ῥήτωρ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 15 February 2019

Greek Monolingual

-ωρος, ὁ, Μ
ρήτορας που αγορεύει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα («τοῦ πνευματορήτορος Παῡλου τὰ ἐπιστόλια», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ῥήτωρ.