πνίξις: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(33)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[θανάτωση]] με [[ασφυξία]], [[πνίξιμο]] («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῑται πνῑξις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρασκευή]] φαγητού σε αεροστεγές [[δοχείο]].
|mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[θανάτωση]] με [[ασφυξία]], [[πνίξιμο]] («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῑξις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρασκευή]] φαγητού σε αεροστεγές [[δοχείο]].
}}
}}

Revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ίξεως, ἡ, Α πνίγω
1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῑξις», Αριστοτ.)
2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο.