ποι: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(33)
(nl)
Line 5: Line 5:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /> <b>(εγκλιτ.)</b> (<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>πού</i>.
|mltxt=Α<br /> <b>(εγκλιτ.)</b> (<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>πού</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=ποι adv. indef. ( encl. ) Aeol. voor που.
}}
}}

Revision as of 08:00, 1 January 2019

English (Slater)

ποι
   1 in some way (v. Wackernagel, Kl. Schr., 700ff.) Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι (που, τοι vv. ll.) (O. 3.4) ἄγει δὲ Χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (ποίνιμος coni. Spiegel) (P. 2.17) ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί (P. 5.101)

Greek Monolingual

Α
(εγκλιτ.) (αιολ. τ.) βλ. πού.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποι adv. indef. ( encl. ) Aeol. voor που.