πολλαχόσε: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερyour good and perfect will, Father

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σε [[πολλά]] μέρη ή [[σημεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολλ</i>(<i>ο</i>)- του [[πολύς]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παντ</i>-<i>αχ</i>-<i>όσε</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σε [[πολλά]] μέρη ή [[σημεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολλ</i>(<i>ο</i>)- του [[πολύς]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παντ</i>-<i>αχ</i>-<i>όσε</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολλᾰχόσε:''' επίρρ., προς [[πολλά]] μέρη, σε [[πολλά]] [[σημεία]] ή συνοικίες, σε Θουκ.· με γεν., [[πολλαχόσε]] τῆς Ἀρκαδίας, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχόσε Medium diacritics: πολλαχόσε Low diacritics: πολλαχόσε Capitals: ΠΟΛΛΑΧΟΣΕ
Transliteration A: pollachóse Transliteration B: pollachose Transliteration C: pollachose Beta Code: pollaxo/se

English (LSJ)

Adv.

   A towards many sides, into many parts or quarters, Th.2.47: c. gen., π. τῆς Ἀρκαδίας X.HG4.4.16.

German (Pape)

[Seite 658] nach vielen Orten, Seiten hin; ἄλλοσε πολλ. πλεύσαντες, Plat. Menex. 241 e; Thuc. 2, 47; Xen. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχόσε: ἐπίρρ. πρὸς πολλὰ μέρη, εἰς πολλοὺς τόπους, Θουκ. 2. 47· μετὰ γεν., π. τῆς Ἀρκαδίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans plusieurs directions, en beaucoup d’endroits avec mouv.
Étymologie: *πολλαχός, -σε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. παντ-αχ-όσε)].

Greek Monotonic

πολλᾰχόσε: επίρρ., προς πολλά μέρη, σε πολλά σημεία ή συνοικίες, σε Θουκ.· με γεν., πολλαχόσε τῆς Ἀρκαδίας, σε Ξεν.