ποδοκτυπώ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω / ποδοκτυπῶ -έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για υποζύγια) [[σηκώνω]] και [[χτυπώ]] έντονα τα μπροστινά πόδια στο [[έδαφος]], ενώ [[είμαι]] σταματημένος<br /><b>μσν.</b><br />(για χορευτή) [[χτυπώ]] [[δυνατά]] τα πόδια στο [[δάπεδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κτύπος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κτυπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μυδρο</i>-[[κτυπώ]]].
|mltxt=-άω / ποδοκτυπῶ -έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για υποζύγια) [[σηκώνω]] και [[χτυπώ]] έντονα τα μπροστινά πόδια στο [[έδαφος]], ενώ [[είμαι]] σταματημένος<br /><b>μσν.</b><br />(για χορευτή) [[χτυπώ]] [[δυνατά]] τα πόδια στο [[δάπεδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κτύπος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κτυπῶ</i>), [[πρβλ]]. [[μυδροκτυπώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

-άω / ποδοκτυπῶ -έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν
νεοελλ.
(για υποζύγια) σηκώνω και χτυπώ έντονα τα μπροστινά πόδια στο έδαφος, ενώ είμαι σταματημένος
μσν.
(για χορευτή) χτυπώ δυνατά τα πόδια στο δάπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -κτυπῶ (< -κτύπος < κτυπῶ), πρβλ. μυδροκτυπώ].