πολυκλήϊς: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(33) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κληΐς]], επικ. τ. του [[κλείς]] «[[σύρτης]], [[αμπάρα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>κλήις</i>)]. | |mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι [[πλέων]] ἐπὶ οἴνοπα πόντον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κληΐς]], επικ. τ. του [[κλείς]] «[[σύρτης]], [[αμπάρα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>κλήις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυκλήϊς:''' -ῖδος, ἡ ([[κλείς]] I<b>V</b>), αυτός που έχει [[πολλά]] καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· <i>νηὶ πολυκλήϊδι</i>, <i>νηυσὶ πολυκλήϊσι</i>, σε Όμηρ.· αιτ. [[νῆα]] πολυκλήιδα, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ῑδος, ἡ, (κλείς IV)
A with many benches of rowers, in Hom. always in dat., as epith. of ships, νηῒ πολυκλήϊδι Il.7.88, Od.20.382; νηυσὶ πολυκλήϊσι Il.2.74, cf. 175, al.; νῆα πολυκλήϊδα Hes.Op.817.
German (Pape)
[Seite 664] ϊδος, ἡ, mit vielen Ruderbänken, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Schiffe.
French (Bailly abrégé)
ϊδος (ὁ, ἡ)
aux nombreux rangs de rameurs.
Étymologie: πολύς, κληΐς.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κληΐς, επικ. τ. του κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευ-κλήις)].
Greek Monotonic
πολυκλήϊς: -ῖδος, ἡ (κλείς IV), αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· νηὶ πολυκλήϊδι, νηυσὶ πολυκλήϊσι, σε Όμηρ.· αιτ. νῆα πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.