πολύκρεος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον / [[πολύκρεως]], -ων, ΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] φαγητά με [[κρέας]] (α. «[[πολύκρεος]] [[δίαιτα]]», Αναστ. Σιν.<br />β. «[[πολύκρεως]] [[εὐωχία]]», Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρεος</i> / -<i>κρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρέας]]), <b>πρβλ.</b> <i>γλυκύ</i>-<i>κρεος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>κρεως</i>].
|mltxt=-ον / [[πολύκρεως]], -ων, ΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] φαγητά με [[κρέας]] (α. «[[πολύκρεος]] [[δίαιτα]]», Αναστ. Σιν.<br />β. «[[πολύκρεως]] [[εὐωχία]]», Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρεος</i> / -<i>κρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρέας]]), [[πρβλ]]. [[γλυκύκρεος]], [[ηδύκρεως]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Greek Monolingual

-ον / πολύκρεως, -ων, ΜΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν.
β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρεος / -κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύκρεος, ηδύκρεως].