Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύμουσος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[προικισμένος]] με τα δώρα τών Μουσών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό [[ταλέντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μουσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>μουσος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[προικισμένος]] με τα δώρα τών Μουσών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό [[ταλέντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μουσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>μουσος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]), [[πλούσιος]] σε δώρα από τις Μούσες, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμουσος Medium diacritics: πολύμουσος Low diacritics: πολύμουσος Capitals: ΠΟΛΥΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: polýmousos Transliteration B: polymousos Transliteration C: polymousos Beta Code: polu/mousos

English (LSJ)

ον,

   A rich in the Muses' gifts, Plu.2.744a; many-sided in art, Luc.Salt.7.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Musengaben, geschickt in den Musenkünsten; Luc. de salt. 7; Plut. Symp. 9, 14, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμουσος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς δῶρα τῶν Μουσῶν, Πλούτ. 2. 744Α, Λουκ. π. Ὀρχ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cultive les muses avec soin, càd plein de grâce, de science, d’un art exquis.
Étymologie: πολύς, μοῦσα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών
2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό-μουσος].

Greek Monotonic

πολύμουσος: -ον (μοῦσα), πλούσιος σε δώρα από τις Μούσες, σε Λουκ.