Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύστοιχος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(33)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῑς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους [[ἔνιοι]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στείχω]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῑς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους [[ἔνιοι]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στείχω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύστοιχος:''' расположенный в несколько рядов (ὀδόντες Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστοιχος Medium diacritics: πολύστοιχος Low diacritics: πολύστοιχος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: polýstoichos Transliteration B: polystoichos Transliteration C: polystoichos Beta Code: polu/stoixos

English (LSJ)

ον,

   A in many rows, ὀδόντες Arist.HA505a29; κριθαί Thphr.HP8.4.2 (Comp.); π. γνάθοι jaws set with many rows of teeth, Lyc.414.

German (Pape)

[Seite 673] = πολύστιχος, ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστοιχος: -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῑς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους ἔνιοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στοῖχος (< στείχω)].

Russian (Dvoretsky)

πολύστοιχος: расположенный в несколько рядов (ὀδόντες Arst.).