πολύφθορος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(33) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, [[πολυπλάνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε [[δῶμα]] Πελοπιδῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανεμό</i>-<i>φθορος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, [[πολυπλάνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε [[δῶμα]] Πελοπιδῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανεμό</i>-<i>φθορος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύφθορος:''' <b class="num">1)</b> пораженный многими бедствиями ([[δῶμα]] Πελοπιδῶν Soph.);<br /><b class="num">2)</b> совершенно разрушенный, разоренный ([[Οἰχαλία]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
πολύφθορος: 1) пораженный многими бедствиями (δῶμα Πελοπιδῶν Soph.);
2) совершенно разрушенный, разоренный (Οἰχαλία Soph.).