πρηκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(34)
(6)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[πρακτήρ]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[πρακτήρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρηκτήρ:''' [[πρηκτός]], Ιων. αντί [[πρακτήρ]], [[πρακτός]].
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 699] ὁ, ion. = πρακτήρ; Il. 9, 443 μύθων δὲ ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; Od. 8, 162.

Greek (Liddell-Scott)

πρηκτήρ: πρηκτός, ἴδε πρακτήρ, πρακτός.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πρακτήρ.

English (Autenrieth)

ῆρος (πρήσσω): doer; ἔργων, Il. 9.433; pl., traders, Od. 8.162.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ιων. τ. βλ. πρακτήρ.

Greek Monotonic

πρηκτήρ: πρηκτός, Ιων. αντί πρακτήρ, πρακτός.