προμηνυτής: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(34)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prominytis
|Transliteration C=prominytis
|Beta Code=promhnuth/s
|Beta Code=promhnuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who gives information in advance</b>, <span class="bibl">Vett.Val.173.19</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who gives information in advance]], <span class="bibl">Vett.Val.173.19</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[προμηνύτρια]], Α [[προμηνύω]]<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> α) αυτή που προαναγγέλλει [[κάτι]]<br />β) η [[προδότρια]].
|mltxt=ὁ, θηλ. [[προμηνύτρια]], Α [[προμηνύω]]<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> α) αυτή που προαναγγέλλει [[κάτι]]<br />β) η [[προδότρια]].
}}
}}

Revision as of 19:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηνῡτής Medium diacritics: προμηνυτής Low diacritics: προμηνυτής Capitals: ΠΡΟΜΗΝΥΤΗΣ
Transliteration A: promēnytḗs Transliteration B: promēnytēs Transliteration C: prominytis Beta Code: promhnuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who gives information in advance, Vett.Val.173.19.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α προμηνύω
1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά
2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτι
β) η προδότρια.