προσήνεια: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
(34)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[προσηνίη]] Α [[προσηνής]]<br />ήρεμη και πολιτισμένη [[συμπεριφορά]], [[πραότητα]], [[καταδεκτικότητα]] (α. «συμπεριφέρεται [[πάντα]] με [[προσήνεια]] στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων [[σωτηρία]] κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπιότητα]], [[ησυχία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[προσηνίη]] Α [[προσηνής]]<br />ήρεμη και πολιτισμένη [[συμπεριφορά]], [[πραότητα]], [[καταδεκτικότητα]] (α. «συμπεριφέρεται [[πάντα]] με [[προσήνεια]] στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων [[σωτηρία]] κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπιότητα]], [[ησυχία]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσήνεια Medium diacritics: προσήνεια Low diacritics: προσήνεια Capitals: ΠΡΟΣΗΝΕΙΑ
Transliteration A: prosḗneia Transliteration B: prosēneia Transliteration C: prosineia Beta Code: prosh/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A mildness, softness, προσηνείης εἵνεκεν for the sake of ease or comfort, Hp.Acut.21; μετὰ προσηνείας cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; quietude, Sm.Ec.9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.M.1.194.

German (Pape)

[Seite 765] ἡ, Milde, Sanftheit, Freundlichkeit, Sp., S. Emp. adv. gramm. 194.

Greek (Liddell-Scott)

προσήνεια: ἡ, πραότης, ἀγαθοφροσύνη, ἠπιότης, προσηνείης εἵνεκεν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐπὶ γλώσσης ἢ τρόπου τοῦ λέγειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 194.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α προσηνής
ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
ηπιότητα, ησυχία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.