προσκεφάλαιο: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
(35)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[προσκεφάλαιον]], ΝΜΑ<br />[[προσκέφαλο]], [[μαξιλάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[έδρανο]] [[πάνω]] στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η [[άτρακτος]] μιας μηχανής, αλλ. [[κουζινέτο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] τοποθετείται [[κάτω]] από ένα [[μέλος]] του σώματος για [[ανάπαυση]] («οὐαὶ ταῑς συρραπτούσαις προσκεφάλαια ἐπὶ [[πάντα]] ἀγκῶνα χειρός», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προσκεφάλαιον]] βασιλικόν» — [[θησαυροφυλάκιο]] που βρισκόταν [[κοντά]] στο [[κρεβάτι]] του βασιλιά τών Περσών και στο οποίο φυλάγονταν [[πάντοτε]] [[πέντε]] χιλιάδες τάλαντα χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[πρός]] κεφαλαίῳ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεφάλαιον]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπο</i>-[[κεφάλαιον]]].
|mltxt=το / [[προσκεφάλαιον]], ΝΜΑ<br />[[προσκέφαλο]], [[μαξιλάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[έδρανο]] [[πάνω]] στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η [[άτρακτος]] μιας μηχανής, αλλ. [[κουζινέτο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] τοποθετείται [[κάτω]] από ένα [[μέλος]] του σώματος για [[ανάπαυση]] («οὐαὶ ταῖς συρραπτούσαις προσκεφάλαια ἐπὶ [[πάντα]] ἀγκῶνα χειρός», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προσκεφάλαιον]] βασιλικόν» — [[θησαυροφυλάκιο]] που βρισκόταν [[κοντά]] στο [[κρεβάτι]] του βασιλιά τών Περσών και στο οποίο φυλάγονταν [[πάντοτε]] [[πέντε]] χιλιάδες τάλαντα χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[πρός]] κεφαλαίῳ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεφάλαιον]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπο</i>-[[κεφάλαιον]]].
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

το / προσκεφάλαιον, ΝΜΑ
προσκέφαλο, μαξιλάρι
νεοελλ.
τεχνολ. έδρανο πάνω στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η άτρακτος μιας μηχανής, αλλ. κουζινέτο
αρχ.
1. οτιδήποτε τοποθετείται κάτω από ένα μέλος του σώματος για ανάπαυση («οὐαὶ ταῖς συρραπτούσαις προσκεφάλαια ἐπὶ πάντα ἀγκῶνα χειρός», ΠΔ)
2. φρ. «προσκεφάλαιον βασιλικόν» — θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν κοντά στο κρεβάτι του βασιλιά τών Περσών και στο οποίο φυλάγονταν πάντοτε πέντε χιλιάδες τάλαντα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρός κεφαλαίῳ (< κεφάλαιον < κεφαλή), πρβλ. υπο-κεφάλαιον].