προσλέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
(35)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(επικ. τ. που απαντά μόνο στον αόρ. β' και στον τ. <i>προσέλεκτο</i>) [[πλαγιάζω]] [[κοντά]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λέχομαι]] «[[ξαπλώνω]]»].
|mltxt=Α<br />(επικ. τ. που απαντά μόνο στον αόρ. β' και στον τ. <i>προσέλεκτο</i>) [[πλαγιάζω]] [[κοντά]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λέχομαι]] «[[ξαπλώνω]]»].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-λέχομαι, alleen ep. aor. προσέλεκτο, ernaast gaan liggen.
}}
}}

Revision as of 08:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλέχομαι Medium diacritics: προσλέχομαι Low diacritics: προσλέχομαι Capitals: ΠΡΟΣΛΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosléchomai Transliteration B: proslechomai Transliteration C: proslechomai Beta Code: prosle/xomai

English (LSJ)

   A lie beside, only Ep. aor. προσέλεκτο Od.12.34.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ. που απαντά μόνο στον αόρ. β' και στον τ. προσέλεκτο) πλαγιάζω κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λέχομαι «ξαπλώνω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λέχομαι, alleen ep. aor. προσέλεκτο, ernaast gaan liggen.