ῥαββί: Difference between revisions

From LSJ

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥαββί]], ΝΜΑ, και [[ραβί]] Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α<br />([[κυρίως]] στην Καινή Διαθήκη)<br /><b>1.</b> [[τίτλος]] που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές του Νόμου και της Γραφής, [[μέγας]] [[διδάσκαλος]] του Μωσαϊκού Νόμου<br /><b>2.</b> (στους ευαγγελιστές Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη) [[προσφώνηση]] του Ιησού Χριστού από τους μαθητές του («μή τι ἐγώ εἰμι [[ῥαββί]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>rabb</i> «[[δάσκαλος]]»].
|mltxt=ο / [[ῥαββί]], ΝΜΑ, και [[ραβί]] Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α<br />([[κυρίως]] στην Καινή Διαθήκη)<br /><b>1.</b> [[τίτλος]] που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές του Νόμου και της Γραφής, [[μέγας]] [[διδάσκαλος]] του Μωσαϊκού Νόμου<br /><b>2.</b> (στους ευαγγελιστές Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη) [[προσφώνηση]] του Ιησού Χριστού από τους μαθητές του («μή τι ἐγώ εἰμι [[ῥαββί]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>rabb</i> «[[δάσκαλος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥαββί:''' ῥαββονί, ῥαββουνί, ω διδάσκαλέ μου, Εβρ. λέξεις, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαββί Medium diacritics: ῥαββί Low diacritics: ραββί Capitals: ΡΑΒΒΙ
Transliteration A: rhabbí Transliteration B: rhabbi Transliteration C: ravvi Beta Code: r(abbi/

English (LSJ)

   A O my Master, Hebr. word in Ev.Matt.23.7, al.; also ῥαββονί or ῥαββουνί, Ev.Marc.10.51, Ev.Jo.20.16.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαββί: ῥαββονί, ῥαββουνί, = ὦ διδάσκαλέ μου, Ἑβραϊκαὶ λέξεις ἐν τῇ Καιν. Διαθ.

English (Strong)

of Hebrew origin (רָב with pronominal suffix); my master, i.e Rabbi, as an official title of honor: Master, Rabbi.

Greek Monolingual

ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α
(κυρίως στην Καινή Διαθήκη)
1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές του Νόμου και της Γραφής, μέγας διδάσκαλος του Μωσαϊκού Νόμου
2. (στους ευαγγελιστές Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη) προσφώνηση του Ιησού Χριστού από τους μαθητές του («μή τι ἐγώ εἰμι ῥαββί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. rabb «δάσκαλος»].

Greek Monotonic

ῥαββί: ῥαββονί, ῥαββουνί, ω διδάσκαλέ μου, Εβρ. λέξεις, σε Καινή Διαθήκη