ρέκτης: Difference between revisions
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(36) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ῥέκτης]], ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [[ῥέζω]] (Ι)]<br />[[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], [[δημιουργικός]] («[[ἄλλως]] μὲν οὐκ [[ὄντα]] ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερεύς]]. | |mltxt=[[ῥέκτης]], ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [[ῥέζω]] (Ι)]<br />[[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], [[δημιουργικός]] («[[ἄλλως]] μὲν οὐκ [[ὄντα]] ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερεύς]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[δραστήριος]]). Ἀπό τό [[ρέζω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 14 October 2022
Greek Monolingual
ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α ῥέζω (Ι)]
δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)
αρχ.
ιερεύς.
Mantoulidis Etymological
(=δραστήριος). Ἀπό τό ρέζω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.