ῥυσότης: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[ῥυσός]]<br />[[ρυτίδωση]], [[ζάρωμα]].
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[ῥυσός]]<br />[[ρυτίδωση]], [[ζάρωμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῡσότης:''' -ητος, ἡ, [[ρυτίδωση]], [[πτύχωση]], [[ζάρωμα]], [[τσαλάκωμα]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσότης Medium diacritics: ῥυσότης Low diacritics: ρυσότης Capitals: ΡΥΣΟΤΗΣ
Transliteration A: rhysótēs Transliteration B: rhysotēs Transliteration C: rysotis Beta Code: r(uso/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A wrinkledness, wrinkles, Plu.Galb.13, Antyll. ap. Orib.44.8.2.

German (Pape)

[Seite 853] ητος, ἡ, Runzligkeit, runzliges Wesen, Runzeln, Plut. Galb. 13 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσότης: -ητος, ἡ, ῥυτίδωσις, Πλουτ. Γάλβ. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
front ridé.
Étymologie: ῥυσός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α ῥυσός
ρυτίδωση, ζάρωμα.

Greek Monotonic

ῥῡσότης: -ητος, ἡ, ρυτίδωση, πτύχωση, ζάρωμα, τσαλάκωμα, σε Πλούτ.