ρώγα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(36)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / ῥώξ, ῥωγός, ΝΜΑ, και [[ράγα]], Ν, και ῥάξ, Α<br />([[κυρίως]] για το [[σταφύλι]]) [[μικρός]] [[σφαιροειδής]] [[καρπός]] (α. «της αγίας Μαρίνας [[ρώγα]] και τ' άγιο Λιος [[σταφύλι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «οὐδὲ τὰς ῥῶγας τοῡ ἀμπελῶνος σου συλλέξεις», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[θηλή]] του μαστού<br /><b>2.</b> η [[ρώβα]]<br /><b>3.</b> το εσωτερικό [[τμήμα]] του άκρου τών δακτύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για λ. κάποιου γλωσσικού υποστρώματος πιθ. της περιοχής της Μεσογείου, όπως συμβαίνει και με άλλες λ. σχετικές με το [[κρασί]] (<b>βλ. λ.</b> [[οίνος]]). Ο τ. <i>ῥάξ</i>, [[παρά]] τις μορφολογικές διαφορές που υπάρχουν, [[πρέπει]] [[μάλλον]] να συνδεθεί με το λατ. <i>rac</i><i>ē</i><i>mus</i> «[[ρώγα]] σταφυλιού». Δυσερμήνευτος, [[τέλος]], παραμένει ο [[φωνηεντισμός]] του τ. <i>ῥώξ</i>].
|mltxt=η / ῥώξ, ῥωγός, ΝΜΑ, και [[ράγα]], Ν, και ῥάξ, Α<br />([[κυρίως]] για το [[σταφύλι]]) [[μικρός]] [[σφαιροειδής]] [[καρπός]] (α. «της αγίας Μαρίνας [[ρώγα]] και τ' άγιο Λιος [[σταφύλι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «οὐδὲ τὰς ῥῶγας τοῦ ἀμπελῶνος σου συλλέξεις», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[θηλή]] του μαστού<br /><b>2.</b> η [[ρώβα]]<br /><b>3.</b> το εσωτερικό [[τμήμα]] του άκρου τών δακτύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για λ. κάποιου γλωσσικού υποστρώματος πιθ. της περιοχής της Μεσογείου, όπως συμβαίνει και με άλλες λ. σχετικές με το [[κρασί]] (<b>βλ. λ.</b> [[οίνος]]). Ο τ. <i>ῥάξ</i>, [[παρά]] τις μορφολογικές διαφορές που υπάρχουν, [[πρέπει]] [[μάλλον]] να συνδεθεί με το λατ. <i>rac</i><i>ē</i><i>mus</i> «[[ρώγα]] σταφυλιού». Δυσερμήνευτος, [[τέλος]], παραμένει ο [[φωνηεντισμός]] του τ. <i>ῥώξ</i>].
}}
}}

Revision as of 13:03, 15 February 2019

Greek Monolingual

η / ῥώξ, ῥωγός, ΝΜΑ, και ράγα, Ν, και ῥάξ, Α
(κυρίως για το σταφύλι) μικρός σφαιροειδής καρπός (α. «της αγίας Μαρίνας ρώγα και τ' άγιο Λιος σταφύλι», δημ. τραγούδι
β. «οὐδὲ τὰς ῥῶγας τοῦ ἀμπελῶνος σου συλλέξεις», ΠΔ)
νεοελλ.
1. η θηλή του μαστού
2. η ρώβα
3. το εσωτερικό τμήμα του άκρου τών δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για λ. κάποιου γλωσσικού υποστρώματος πιθ. της περιοχής της Μεσογείου, όπως συμβαίνει και με άλλες λ. σχετικές με το κρασί (βλ. λ. οίνος). Ο τ. ῥάξ, παρά τις μορφολογικές διαφορές που υπάρχουν, πρέπει μάλλον να συνδεθεί με το λατ. racēmus «ρώγα σταφυλιού». Δυσερμήνευτος, τέλος, παραμένει ο φωνηεντισμός του τ. ῥώξ].