σάρι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(36) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[σίσαρον]]]. | |mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[σίσαρον]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[σίσαρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 3 January 2019
English (LSJ)
τό, pl. σάρια, an Egyptian water-plant,
A Cyperus auricomus, Thphr.HP4.8.5: called saripha in Plin.HN13.128.
German (Pape)
[Seite 862] τό, plur. σάρια, eine ägyptische Wasserpflanze; Theophr.; Plin. H. N. 13, 23; bei Hesych. σάριν, σάρον.
Greek (Liddell-Scott)
σάρι: τό, πληθ. σάρια, Αἰγυπτιακόν τι παρυδάτιον φυτόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 5, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίσαρον].
Frisk Etymological English
See also: s. σίσαρον.