σείσμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(37)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σεῑσμα, ΝΜΑ, και σεῑσμαν Μ [[σείω]]<br />η [[σείση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[λίκνισμα]], [[κούνημα]] του σώματος [[κατά]] το [[βάδισμα]] («στο [[σείσμα]] και στο [[λύγισμα]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ σείσματα</i><br />[[ψευδής]] [[κατηγορία]] για εκβιασμό.
|mltxt=το / σεῖσμα, ΝΜΑ, και σεῖσμαν Μ [[σείω]]<br />η [[σείση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[λίκνισμα]], [[κούνημα]] του σώματος [[κατά]] το [[βάδισμα]] («στο [[σείσμα]] και στο [[λύγισμα]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ σείσματα</i><br />[[ψευδής]] [[κατηγορία]] για εκβιασμό.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

το / σεῖσμα, ΝΜΑ, και σεῖσμαν Μ σείω
η σείση
νεοελλ.-μσν.
λίκνισμα, κούνημα του σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ σείσματα
ψευδής κατηγορία για εκβιασμό.