σιγᾷ: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(37)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε χαμηλό τόνο, [[χωρίς]] θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα [[σιγά]]»)<br /><b>2.</b> με [[αργό]] ρυθμό, ήρεμα, [[αργά]] («τρώγε [[σιγά]] για να μην πνιγείς»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] [[σιγά]]» <br />α) σταδιακά<br />β) με πολλή [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγή]], [[κατά]] το επίρρ. [[δυνατά]]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[σιγή]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε χαμηλό τόνο, [[χωρίς]] θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα [[σιγά]]»)<br /><b>2.</b> με [[αργό]] ρυθμό, ήρεμα, [[αργά]] («τρώγε [[σιγά]] για να μην πνιγείς»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] [[σιγά]]» <br />α) σταδιακά<br />β) με πολλή [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγή]], [[κατά]] το επίρρ. [[δυνατά]]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[σιγή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑγᾷ:'''<b class="num">I.</b> γʹ ενικ. του [[σιγάω]].<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. δοτ. του [[σιγή]].
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾷ Medium diacritics: σιγᾷ Low diacritics: σιγά Capitals: ΣΙΓΑ
Transliteration A: sigā̂i Transliteration B: siga Transliteration C: siga Beta Code: siga=|

English (LSJ)

3sg. of σιγάω; or Dor. dat. of σιγή.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγᾷ: γ΄ ἑνικ. τοῦ σιγάω· ἢ Δωρ. δοτ. τοῦ σιγὴ.

French (Bailly abrégé)

dat. sg. dor. de σιγή;
prés. ind. 3ᵉ sg. de σιγάω.

Greek Monolingual

(I)
Ν
επίρρ.
1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά»)
2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς»)
3. φρ. «σιγά σιγά»
α) σταδιακά
β) με πολλή προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά].———————— (II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σιγή.

Greek Monotonic

σῑγᾷ:I. γʹ ενικ. του σιγάω.
II. Δωρ. δοτ. του σιγή.