σιτοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(37)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. [[σιτόπωλις]] -ώλιδος, Α<br />αυτός που πουλάει [[σιτάρι]], [[σιτέμπορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[σιτόπωλις]] [[ἀγορά]]» — [[αγορά]] όπου πωλείται [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. [[σιτόπωλις]] -ώλιδος, Α<br />αυτός που πουλάει [[σιτάρι]], [[σιτέμπορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[σιτόπωλις]] [[ἀγορά]]» — [[αγορά]] όπου πωλείται [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοπώλης:''' ου ὁ хлеботорговец Lys.
}}
}}

Revision as of 03:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοπώλης Medium diacritics: σιτοπώλης Low diacritics: σιτοπώλης Capitals: ΣΙΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: sitopṓlēs Transliteration B: sitopōlēs Transliteration C: sitopolis Beta Code: sitopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A corn-merchant, corn-factor, κατὰ τῶν σ., title of Lys.22, cf. Arist.HA578a1 (v.l. -πώλους), SIG589.62 (Magn. Mae., ii B.C.): fem. Adj. σῑτοπώλ-πωλις, ιδος, ἀγορά BMus.Inscr.413.6 (Priene).

German (Pape)

[Seite 886] ὁ, Getreideverkäufer, Getreidehändler, vgl. Lys. or. 22, die gegen sie gehalten ist.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν σῖτον, ἔμπορος σίτου, Λυσ. Λόγ. 22 (κατὰ τῶν Σιτοπωλῶν), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ.-πώλους).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de blé, de céréales.
Étymologie: σῖτος, πωλέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. σιτόπωλις -ώλιδος, Α
αυτός που πουλάει σιτάρι, σιτέμπορος
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. φρ. «σιτόπωλις ἀγορά» — αγορά όπου πωλείται σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -πώλης].

Russian (Dvoretsky)

σῑτοπώλης: ου ὁ хлеботорговец Lys.