σκαλεύς: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] τα [[λαχανικά]] του κήπου ή τα [[σπαρτά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[σκαλεύω]]. | |mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] τα [[λαχανικά]] του κήπου ή τα [[σπαρτά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[σκαλεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκᾰλεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάλλω]]), αυτός που σκαλίζει, [[σκαλιστής]], [[σκαφτιάς]], [[σκαπανέας]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A hoer, X.Oec.17.12,15.
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, der Grabende, Hackende, bes. der Gartengewächse od. Saat behackt; Xen. Oec. 17, 12; Poll. 1, 221.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλεύς: έως, ὁ, (σκάλλω) ὁ σκαλίζων, «τσαπίζων», Ξεν. Οἰκ. 17. 12 καὶ 15.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui sarcle.
Étymologie: σκάλλω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που σκαλίζει, ιδίως τα λαχανικά του κήπου ή τα σπαρτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σκαλεύω.
Greek Monotonic
σκᾰλεύς: -έως, ὁ (σκάλλω), αυτός που σκαλίζει, σκαλιστής, σκαφτιάς, σκαπανέας, σε Ξεν.