σιτώ: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(37) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σιτῶ, -έω, ΝΜΑ [[σῑτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρέχω]] [[τροφή]], [[σιτίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρώω]] [[μέρος]] από ένα όλο («[[καρύων]] καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ [[πρεσβύτης]] ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i> | |mltxt=σιτῶ, -έω, ΝΜΑ [[σῑτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρέχω]] [[τροφή]], [[σιτίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρώω]] [[μέρος]] από ένα όλο («[[καρύων]] καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ [[πρεσβύτης]] ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σιτοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /><b>1.</b> [[τρώω]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι με [[κάτι]], σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῡνον», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | }} |