σκοτεινάδα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[σκοτείνιασμα]], [[σκοτεινότητα]]<br /><b>2.</b> [[σκιερότητα]] («σαν όντε μαύρο [[νέφαλο]]... έχη τον ήλιο μ' όχθριτα... και με τη σκοτεινάδαν του τη λάμψιν του μποδίζη», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] [[τόπος]] («το [[ταίρι]] μου κιντύνεψε σ' κείνη τη [[σκοτεινάδα]]», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοτεινός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> (Ι), <b>πρβλ.</b> <i>φωτειν</i>-<i>άδα</i>].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[σκοτείνιασμα]], [[σκοτεινότητα]]<br /><b>2.</b> [[σκιερότητα]] («σαν όντε μαύρο [[νέφαλο]]... έχη τον ήλιο μ' όχθριτα... και με τη σκοτεινάδαν του τη λάμψιν του μποδίζη», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] [[τόπος]] («το [[ταίρι]] μου κιντύνεψε σ' κείνη τη [[σκοτεινάδα]]», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοτεινός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> (Ι), [[πρβλ]]. [[φωτεινάδα]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 10 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. σκοτείνιασμα, σκοτεινότητα
2. σκιερότητα («σαν όντε μαύρο νέφαλο... έχη τον ήλιο μ' όχθριτα... και με τη σκοτεινάδαν του τη λάμψιν του μποδίζη», Ερωτόκρ.)
3. σκοτεινός, ζοφερός τόπος («το ταίρι μου κιντύνεψε σ' κείνη τη σκοτεινάδα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + κατάλ. -άδα (Ι), πρβλ. φωτεινάδα].