σκυλήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[σκύλο]] ή [[είναι]] χαρακτηριστικό του (α. «σκυλήσιο [[τομάρι]]» β. «σκυλήσιο [[κρέας]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αναιδής]], [[κυνικός]], [[αδιάντροπος]] («σκυλήσια μούτρα»)<br />β) [[γεμάτος]] ταλαιπωρίες, μόχθους και στερήσεις («σκυλήσια ζωή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκυλήσια</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο σκυλήσιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δούλεψε σκυλήσια» — εργάστηκε [[πάρα]] πολύ, ακούραστα και αγόγγυστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοσχαρ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[σκύλο]] ή [[είναι]] χαρακτηριστικό του (α. «σκυλήσιο [[τομάρι]]» β. «σκυλήσιο [[κρέας]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αναιδής]], [[κυνικός]], [[αδιάντροπος]] («σκυλήσια μούτρα»)<br />β) [[γεμάτος]] ταλαιπωρίες, μόχθους και στερήσεις («σκυλήσια ζωή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκυλήσια</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο σκυλήσιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δούλεψε σκυλήσια» — εργάστηκε [[πάρα]] πολύ, ακούραστα και αγόγγυστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[μοσχαρήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλο ή είναι χαρακτηριστικό του (α. «σκυλήσιο τομάρι» β. «σκυλήσιο κρέας»)
2. μτφ. α) αναιδής, κυνικός, αδιάντροπος («σκυλήσια μούτρα»)
β) γεμάτος ταλαιπωρίες, μόχθους και στερήσεις («σκυλήσια ζωή»).
επίρρ...
σκυλήσια
1. κατά τρόπο σκυλήσιο
2. φρ. «δούλεψε σκυλήσια» — εργάστηκε πάρα πολύ, ακούραστα και αγόγγυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. μοσχαρήσιος)].