σκύνιον: Difference between revisions
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
(37) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[δέρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐπισκύνιον]]. | |mltxt=τὸ, Α<br />το [[δέρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐπισκύνιον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκύνιον:''' τό Anth. = [[ἐπισκύνιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A skin above the eyes, Nic.Th.177,443, Poll.2.66 (all pl.); cf. ἐπισκύνιον.
German (Pape)
[Seite 908] τό, die Haut oberhalb des Auges, an der die Augenbrauen sitzen, gew. im plur., Nic. Ther. 177. 443, viel gebräuchlicher sedoch ist die Zusammensetzung ἐπισκύνιον, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σκύνιον: [ῠ], τό, (σκύζω) τὸ ὑπὲρ τοὺς ὀφθαλμοὺς δέρμα, Νικ. Θηρ. 177, 443, Πολυδ. Β΄, 66, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. ἐπισκύνιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το δέρμα που βρίσκεται πάνω από τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐπισκύνιον.
Russian (Dvoretsky)
σκύνιον: τό Anth. = ἐπισκύνιον.