σταυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(38)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[σταυροφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρει σταυρό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σταυροφόρα</i><br /><b>βοτ.</b> τα σταυρανθή<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σταυροφόρος]]<br />[[πολεμιστής]] του μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη [[στολή]] του, ο [[οποίος]] έλαβε [[μέρος]] σε [[σταυροφορία]] στους Αγίους Τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-ο / [[σταυροφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρει σταυρό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σταυροφόρα</i><br /><b>βοτ.</b> τα σταυρανθή<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σταυροφόρος]]<br />[[πολεμιστής]] του μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη [[στολή]] του, ο [[οποίος]] έλαβε [[μέρος]] σε [[σταυροφορία]] στους Αγίους Τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σταυροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, βαστάει τον σταυρό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυροφόρος Medium diacritics: σταυροφόρος Low diacritics: σταυροφόρος Capitals: ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: staurophóros Transliteration B: staurophoros Transliteration C: stavroforos Beta Code: staurofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing a cross, MAMA3.632 (Corycus).

Greek (Liddell-Scott)

σταυροφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων τὸν σταυρόν, Ἀνθ. Π. 8. 146, Βυζ.· - σταυροφορέω, φέρω (βαστάζω) τὸν σταυρόν, Νικήτ. Χρον. 253Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une croix.
Étymologie: σταυρός, φέρω.

Greek Monolingual

-ο / σταυροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φέρει σταυρό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σταυροφόρα
βοτ. τα σταυρανθή
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο σταυροφόρος
πολεμιστής του μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη στολή του, ο οποίος έλαβε μέρος σε σταυροφορία στους Αγίους Τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -φόρος].

Greek Monotonic

σταυροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, βαστάει τον σταυρό, σε Ανθ.