στένωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(38)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stenoma
|Transliteration C=stenoma
|Beta Code=ste/nwma
|Beta Code=ste/nwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">narrow place</b> or <b class="b2">pass</b>, <span class="bibl">Peripl.M.Rubr.2</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">narrow place</b> or [[pass]], <span class="bibl">Peripl.M.Rubr.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:40, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στένωμα Medium diacritics: στένωμα Low diacritics: στένωμα Capitals: ΣΤΕΝΩΜΑ
Transliteration A: sténōma Transliteration B: stenōma Transliteration C: stenoma Beta Code: ste/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A narrow place or pass, Peripl.M.Rubr.2.

German (Pape)

[Seite 936] τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.

Greek (Liddell-Scott)

στένωμα: τό, στενὸς τόποςδίοδος, πέραμα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ., ἐν ἀρχ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στενῶ
στενός τόπος ή στενή δίοδος, πέρασμα (α. «τὰ κατὰ Θεσσαλίαν στενώματα», Σχόλ.Ιλ.
β. «μάνδραις ᾠκοδομημέναις ἐν στενώμασιν», Περίπλ. Ερ. Θαλ.)
νεοελλ.
ιατρ. εντοπισμένος μεγάλου βαθμού περιορισμός του αυλού ενός σωληνοειδούς κοίλου οργάνου (α. «στένωμα της ουρήθρας» β. «στένωμα του εντέρου»).