στρατηγείο: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
(38)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / στρατηγεῑον, ΝΜΑ, και [[στρατήγιον]] ΜΑ [[στρατηγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[έδρα]] του στρατηγού [[μαζί]] με το [[επιτελείο]] του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε [[κάθε]] [[μεγάλη]] [[μονάδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έδρα]] ή [[πυρήνας]] δράσης ενός κινήματος, [[ορμητήριο]] («το [[στρατηγείο]] τών επαναστατών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «γενικό [[στρατηγείο]]» — το [[επιτελείο]] και το [[σύνολο]] του προσωπικού διοικήσεως όπλων και υπηρεσιών στην ανώτατη [[διοίκηση]] του στρατού<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Στρατήγιον</i><br />[[ονομασία]] δύο πλατειών της Κωνσταντινούπολης όπου υπήρχαν τα αρχηγεία του στρατού<br />(| (μσν.-αρχ.) [[στρατόπεδο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σκηνή]] του στρατηγού<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[στρατήγιον]]) α) (στην Αθήνα) ο [[τόπος]] συνεδρίασης τών στρατηγών<br />β) (στη [[Ρώμη]]) το [[ίδρυμα]] διαμονής του πραίτωρα<br />γ) (στην Αίγυπτο) το [[αξίωμα]] και η [[έδρα]] του στρατηγού<br />δ) το [[σύνολο]] τών εξουσιών που υπάγονταν στην [[αρμοδιότητα]] του στρατηγού.
|mltxt=το / στρατηγεῖον, ΝΜΑ, και [[στρατήγιον]] ΜΑ [[στρατηγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[έδρα]] του στρατηγού [[μαζί]] με το [[επιτελείο]] του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε [[κάθε]] [[μεγάλη]] [[μονάδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έδρα]] ή [[πυρήνας]] δράσης ενός κινήματος, [[ορμητήριο]] («το [[στρατηγείο]] τών επαναστατών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «γενικό [[στρατηγείο]]» — το [[επιτελείο]] και το [[σύνολο]] του προσωπικού διοικήσεως όπλων και υπηρεσιών στην ανώτατη [[διοίκηση]] του στρατού<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Στρατήγιον</i><br />[[ονομασία]] δύο πλατειών της Κωνσταντινούπολης όπου υπήρχαν τα αρχηγεία του στρατού<br />(| (μσν.-αρχ.) [[στρατόπεδο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σκηνή]] του στρατηγού<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[στρατήγιον]]) α) (στην Αθήνα) ο [[τόπος]] συνεδρίασης τών στρατηγών<br />β) (στη [[Ρώμη]]) το [[ίδρυμα]] διαμονής του πραίτωρα<br />γ) (στην Αίγυπτο) το [[αξίωμα]] και η [[έδρα]] του στρατηγού<br />δ) το [[σύνολο]] τών εξουσιών που υπάγονταν στην [[αρμοδιότητα]] του στρατηγού.
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

το / στρατηγεῖον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ στρατηγός
νεοελλ.
1. η έδρα του στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα
2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός κινήματος, ορμητήριο («το στρατηγείο τών επαναστατών»)
3. φρ. «γενικό στρατηγείο» — το επιτελείο και το σύνολο του προσωπικού διοικήσεως όπλων και υπηρεσιών στην ανώτατη διοίκηση του στρατού
μσν.
ως κύριο όν. Στρατήγιον
ονομασία δύο πλατειών της Κωνσταντινούπολης όπου υπήρχαν τα αρχηγεία του στρατού
(