σύγγροφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(39)
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγγροφος''': ἡ, [[συγγραφή]], [[ἔγγραφος]], δηλ. [[συμφωνία]], Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης L. et F 159h.
|lstext='''σύγγροφος''': ἡ, [[συγγραφή]], [[ἔγγραφος]], δηλ. [[συμφωνία]], Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης L. et F 159h.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>συγγραφος</i>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>συγγραφος</i>.
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>συγγραφος</i>.
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σύγγροφος: ἡ, συγγραφή, ἔγγραφος, δηλ. συμφωνία, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης L. et F 159h.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συγγραφος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συγγραφος.