συγκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκλέπτης''': -ου, ὁ συγκλέπτων, [[σύντροφος]] κλέπτου, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.
|lstext='''συγκλέπτης''': -ου, ὁ συγκλέπτων, [[σύντροφος]] κλέπτου, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[κλέπτης]]<br />[[συνεργός]] σε [[κλοπή]], [[σύντροφος]] κλέφτη.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[κλέπτης]]<br />[[συνεργός]] σε [[κλοπή]], [[σύντροφος]] κλέφτη.
|mltxt=ὁ, Α [[κλέπτης]]<br />[[συνεργός]] σε [[κλοπή]], [[σύντροφος]] κλέφτη.
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλέπτης Medium diacritics: συγκλέπτης Low diacritics: συγκλέπτης Capitals: ΣΥΓΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: synkléptēs Transliteration B: synkleptēs Transliteration C: sygkleptis Beta Code: sugkle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fellow-thief, Poll.6.158.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, Mitdieb.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλέπτης: -ου, ὁ συγκλέπτων, σύντροφος κλέπτου, Πολυδ. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.

Greek Monolingual

ὁ, Α κλέπτης
συνεργός σε κλοπή, σύντροφος κλέφτη.

Greek Monolingual

ὁ, Α κλέπτης
συνεργός σε κλοπή, σύντροφος κλέφτη.