σύγκοιτις: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγκοιτις''': -ιδος, ἡ ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., Γλωσσ.
|lstext='''σύγκοιτις''': -ιδος, ἡ ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-οίτιδος, ἡ, Α<br />([[ανώμαλος]] τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σύγκοιτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οίτιδος, ἡ, Α<br />([[ανώμαλος]] τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σύγκοιτος]].
|mltxt=-οίτιδος, ἡ, Α<br />([[ανώμαλος]] τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σύγκοιτος]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκοιτις Medium diacritics: σύγκοιτις Low diacritics: σύγκοιτις Capitals: ΣΥΓΚΟΙΤΙΣ
Transliteration A: sýnkoitis Transliteration B: synkoitis Transliteration C: sygkoitis Beta Code: su/gkoitis

English (LSJ)

ιδος, pecul. fem. of sq., Gloss.

German (Pape)

[Seite 968] ιδος, ἡ, bes. fem. zu συγκοιτος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκοιτις: -ιδος, ἡ ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., Γλωσσ.

Greek Monolingual

-οίτιδος, ἡ, Α
(ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος.

Greek Monolingual

-οίτιδος, ἡ, Α
(ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος.