συγκαταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[καταπίπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[συγκαταπίπτω]] ταῖς τύχαις, [[μετὰ]] τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.
|lstext='''συγκαταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[καταπίπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[συγκαταπίπτω]] ταῖς τύχαις, [[μετὰ]] τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταπίπτω Medium diacritics: συγκαταπίπτω Low diacritics: συγκαταπίπτω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synkatapíptō Transliteration B: synkatapiptō Transliteration C: sygkatapipto Beta Code: sugkatapi/ptw

English (LSJ)

   A fall down along with, σ. ταῖς τύχαις let one's spirits fall with one's fortunes, D.H.Isoc.9; ταῖς διανοίαις become despondent too, Onos.13.2; fall together in battle, J.AJ7.7.1; in wrestling, Gal.Nat.Fac.3.3.

German (Pape)

[Seite 965] (s. πίπτω), mit herab-, herunterod. niederfallen, ταῖς τύχαις, mit dem sinkenden Glücke auch den Muth sinken lassen, D. Hal. iud. Isocr. 9.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, καταπίπτω ὁμοῦ μετά τινος, συγκαταπίπτω ταῖς τύχαις, μετὰ τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.

Greek Monolingual

Α καταπίπτω
πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.).

Greek Monolingual

Α καταπίπτω
πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.).