Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγχορευτής: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fait partie du même chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[συγχορεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fait partie du même chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[συγχορεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[συγχορεύτρια]], ΝΑ [[συγχορεύω]]<br />αυτός που χορεύει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[σύντροφος]] στον χορό<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάτρης]] της ίδιας θεότητας.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[συγχορεύτρια]], ΝΑ [[συγχορεύω]]<br />αυτός που χορεύει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[σύντροφος]] στον χορό<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάτρης]] της ίδιας θεότητας.
|mltxt=ο, θηλ. [[συγχορεύτρια]], ΝΑ [[συγχορεύω]]<br />αυτός που χορεύει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[σύντροφος]] στον χορό<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάτρης]] της ίδιας θεότητας.
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχορευτής Medium diacritics: συγχορευτής Low diacritics: συγχορευτής Capitals: ΣΥΓΧΟΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: synchoreutḗs Transliteration B: synchoreutēs Transliteration C: sygchoreftis Beta Code: sugxoreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A companion in the dance, Pl.Lg.654a, 665a, X.HG2.4.20.

German (Pape)

[Seite 971] ὁ, Mittänzer; Plat. Legg. II, 653 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

συγχορευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συγχορεύων, Πλάτ. Νόμ. 653Ε, 665Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait partie du même chœur de danse.
Étymologie: συγχορεύω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.