συκαστής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκαστής''': -οῦ, ὁ, = [[συκοφάντης]], Ἐτυμ. Μέγ.· ― θηλ. συκάστρια, Ἡσύχ. | |lstext='''σῡκαστής''': -οῦ, ὁ, = [[συκοφάντης]], Ἐτυμ. Μέγ.· ― θηλ. συκάστρια, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ό, θηλ. [[συκάστρια]], Α [[συκάζω]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο [[συκοφάντης]], [[δηλαδή]] αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ό, θηλ. [[συκάστρια]], Α [[συκάζω]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο [[συκοφάντης]], [[δηλαδή]] αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων. | |mltxt=ό, θηλ. [[συκάστρια]], Α [[συκάζω]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο [[συκοφάντης]], [[δηλαδή]] αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= συκοφάντης, EM733.55: fem. σῡκ-άστρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, der Feigenpflücker. – Auch = συκοφάντης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκαστής: -οῦ, ὁ, = συκοφάντης, Ἐτυμ. Μέγ.· ― θηλ. συκάστρια, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συκάστρια, Α συκάζω
(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο συκοφάντης, δηλαδή αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συκάστρια, Α συκάζω
(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο συκοφάντης, δηλαδή αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων.