συμβιώνω: Difference between revisions
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
(39) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συμβιῶ, -όω, ΝΜΑ<br />(για πρόσ. και οργανισμούς) ζω [[μαζί]] με κάποιον (α. «με καλή [[θέληση]], όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «χείρους πρὸς τὸ | |mltxt=συμβιῶ, -όω, ΝΜΑ<br />(για πρόσ. και οργανισμούς) ζω [[μαζί]] με κάποιον (α. «με καλή [[θέληση]], όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν | ||
», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συζύγους) [[συζώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνυπάρχω]] («ἀγαθῇ γ', οὐχ ὁρᾱς; τύχῃ συμβεβιωκώς», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιώνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:27, 27 March 2021
Greek Monolingual
συμβιῶ, -όω, ΝΜΑ
(για πρόσ. και οργανισμούς) ζω μαζί με κάποιον (α. «με καλή θέληση, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι», Πλάτ.
γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν
», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για συζύγους) συζώ
2. μτφ. συνυπάρχω («ἀγαθῇ γ', οὐχ ὁρᾱς; τύχῃ συμβεβιωκώς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βιώνω (< βίος)].