συμπίλημα: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, ΝΜ συμπιλῶ
καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων
νεοελλ.
μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.

Greek Monolingual

το, ΝΜ συμπιλῶ
καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων
νεοελλ.
μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.