συμπεριστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριστέλλω''': [[περιστέλλω]], [[περικαλύπτω]] [[ὁμοῦ]], συμπεριστέλλοντας ἁμαρτίας Πολύβ. 10. 25, 9.
|lstext='''συμπεριστέλλω''': [[περιστέλλω]], [[περικαλύπτω]] [[ὁμοῦ]], συμπεριστέλλοντας ἁμαρτίας Πολύβ. 10. 25, 9.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιστέλλω]]<br />[[συγκαλύπτω]] («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», <b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[περιστέλλω]]<br />[[συγκαλύπτω]] («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=Α [[περιστέλλω]]<br />[[συγκαλύπτω]] («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριστέλλω Medium diacritics: συμπεριστέλλω Low diacritics: συμπεριστέλλω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: symperistéllō Transliteration B: symperistellō Transliteration C: symperistello Beta Code: sumperiste/llw

English (LSJ)

   A help in cloaking, ἁμαρτίας Plb.10.22.9.

German (Pape)

[Seite 986] mit od. zugleich bekleiden, verdecken, τὰς ἁμαρτίας Pol. 10, 25, 9.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριστέλλω: περιστέλλω, περικαλύπτω ὁμοῦ, συμπεριστέλλοντας ἁμαρτίας Πολύβ. 10. 25, 9.

Greek Monolingual

Α περιστέλλω
συγκαλύπτω («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», Πολ.).

Greek Monolingual

Α περιστέλλω
συγκαλύπτω («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», Πολ.).