συνδιημερεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=passer la journée avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διημερεύω]].
|btext=passer la journée avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διημερεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[διημερεύω]]<br />[[περνώ]] την [[ημέρα]] μου με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[διημερεύω]]<br />[[περνώ]] την [[ημέρα]] μου με άλλον.
|mltxt=ΜΑ [[διημερεύω]]<br />[[περνώ]] την [[ημέρα]] μου με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιημερεύω Medium diacritics: συνδιημερεύω Low diacritics: συνδιημερεύω Capitals: ΣΥΝΔΙΗΜΕΡΕΥΩ
Transliteration A: syndiēmereúō Transliteration B: syndiēmereuō Transliteration C: syndiimereyo Beta Code: sundihmereu/w

English (LSJ)

   A spend one's days with, τινι X.Smp.4.44, Arist.Rh.1381a30, EN1162b16 (v.l. for συνημ-) ; ἐπισφαλὲς τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν Gal.7.279; μετά τινων Arist.EN 1166b14 (v.l. for συνημ-).

German (Pape)

[Seite 1008] einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων αὐτόθι 9. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

passer la journée avec, τινι.
Étymologie: σύν, διημερεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.

Greek Monolingual

ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.