συνδιεκκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιεκκύπτω''': [[ἐκκύπτω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τὰ [[ἔμπροσθεν]] συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.
|lstext='''συνδιεκκύπτω''': [[ἐκκύπτω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τὰ [[ἔμπροσθεν]] συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διεκκύπτω]] «[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Μ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διεκκύπτω]] «[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω»].
|mltxt=Μ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διεκκύπτω]] «[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω»].
}}
}}

Revision as of 12:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιεκκύπτω Medium diacritics: συνδιεκκύπτω Low diacritics: συνδιεκκύπτω Capitals: ΣΥΝΔΙΕΚΚΥΠΤΩ
Transliteration A: syndiekkýptō Transliteration B: syndiekkyptō Transliteration C: syndiekkypto Beta Code: sundiekku/ptw

English (LSJ)

   A slip out and through together with, τῇ κεφαλῇ Eust.1114.24.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich durch- u. herausgucken, -schlüpfen, Eust. 1153, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιεκκύπτω: ἐκκύπτω ὁμοῦ, ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.

Greek Monolingual

Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].

Greek Monolingual

Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].