συγκύρημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(39)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ [<i>συγκυρῶ</i> (Ι)]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνδυασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συγκυρία]], τυχαίο [[περιστατικό]].
|mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ [<i>συγκυρῶ</i> (Ι)]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνδυασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συγκυρία]], τυχαίο [[περιστατικό]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκύρημα -ατος, τό [συγκυρέω] gebeurtenis, toeval.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρημα Medium diacritics: συγκύρημα Low diacritics: συγκύρημα Capitals: ΣΥΓΚΥΡΗΜΑ
Transliteration A: synkýrēma Transliteration B: synkyrēma Transliteration C: sygkyrima Beta Code: sugku/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A occurrence, Plb.4.86.2, D.H.9.38, Porph.Marc.5, etc.; coincidence, καιροῦ Epicur.Ep. 2p.54U., cf. Cic.Att.2.12.2; combination, Eust.1363.15.

German (Pape)

[Seite 970] τό, das Zusammentreffen, der Zufall, Pol. 4, 86, 2. 32, 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

συγκύρημα: [ῠ], τό, σύμπτωσις, Πολύβ. 4. 86, 2, Διον. Ἁλ. 9. 38, κτλ.· περίπτωσις, τυχαῖον περιστατικόν, Εὐστ. 1363. 15.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ [συγκυρῶ (Ι)]
μσν.
συνδυασμός
αρχ.
συγκυρία, τυχαίο περιστατικό.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ [συγκυρῶ (Ι)]
μσν.
συνδυασμός
αρχ.
συγκυρία, τυχαίο περιστατικό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκύρημα -ατος, τό [συγκυρέω] gebeurtenis, toeval.