συναγώνισμα: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[συναγωνίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[σύμπραξη]] σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]]. | |mltxt=τὸ, Α [[συναγωνίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[σύμπραξη]] σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰγώνισμα:''' ατος τό помощь, содействие (πρός τι Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A succour in a contest: generally, succour, support, πρός τι Plb.10.43.2.
German (Pape)
[Seite 996] τό, was im Kampfe hilft od. fördert, πρός τι, Pol. 10, 43, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγώνισμα: τό, βοήθεια, σύμπραξις ἐν ἀγῶνι· βοήθεια, ὑποστήριξις, πρός τι Πολύβ. 10. 43, 2· ― οὕτω συναγωνισμός, ὁ, ἐκεῖνος μόνος γενναῖος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν τῆς ἀληθείας, εἰς ὑποστήριξιν αὐτῆς, Ἰω. Μοναχ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 4, σ. 234. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 417-419.
Greek Monolingual
τὸ, Α συναγωνίζομαι
1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα
2. υποστήριξη.
Greek Monolingual
τὸ, Α συναγωνίζομαι
1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα
2. υποστήριξη.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγώνισμα: ατος τό помощь, содействие (πρός τι Polyb.).