συμφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[σύμφρουρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[σύμφρουρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάει [[σκοπιά]] ή φρουρεί από κοινού, σε Θουκ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφύλαξ Medium diacritics: συμφύλαξ Low diacritics: συμφύλαξ Capitals: ΣΥΜΦΥΛΑΞ
Transliteration A: symphýlax Transliteration B: symphylax Transliteration C: symfylaks Beta Code: sumfu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A fellow-watchman or guard, Th.5.80, Pl.R. 463b, 463c; σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, X.Cyr.8.6.11, 8.1.10.

German (Pape)

[Seite 993] ακος, ὁ, Mitwächter; Thuc. 5, 80; Plat. Rep. V, 463 c; τινὶ τῆς ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 6, 11.

Greek (Liddell-Scott)

συμφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ ὁμοῦ φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
compagnon de garde.
Étymologie: σύν, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
σύμφρουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
σύμφρουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φύλαξ.

Greek Monotonic

συμφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάει σκοπιά ή φρουρεί από κοινού, σε Θουκ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.