συναπαντώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(39)
m (Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [[ἀπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>2.</b> [[προϋπαντώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναπαντώμαι</i> και <i>συναπαντιέμαι</i> και <i>συναπαντιούμαι</i><br />συναντώμαι με κάποιον τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]] συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῡ», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [[ἀπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>2.</b> [[προϋπαντώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναπαντώμαι</i> και <i>συναπαντιέμαι</i> και <i>συναπαντιούμαι</i><br />συναντώμαι με κάποιον τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]] συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῦ», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [[ἀπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>2.</b> [[προϋπαντώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναπαντώμαι</i> και <i>συναπαντιέμαι</i> και <i>συναπαντιούμαι</i><br />συναντώμαι με κάποιον τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]] συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῡ», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [[ἀπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>2.</b> [[προϋπαντώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναπαντώμαι</i> και <i>συναπαντιέμαι</i> και <i>συναπαντιούμαι</i><br />συναντώμαι με κάποιον τυχαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]] συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῦ», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 13:55, 8 April 2022

Greek Monolingual

συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν ἀπαντῶ
νεοελλ.
1. συναντώ κάποιον τυχαία
2. προϋπαντώ
3. μέσ. συναπαντώμαι και συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι
συναντώμαι με κάποιον τυχαία
αρχ.
έρχομαι σε έναν τόπο συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῦ», Αριστοτ.).

Greek Monolingual

συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν ἀπαντῶ
νεοελλ.
1. συναντώ κάποιον τυχαία
2. προϋπαντώ
3. μέσ. συναπαντώμαι και συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι
συναντώμαι με κάποιον τυχαία
αρχ.
έρχομαι σε έναν τόπο συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῦ», Αριστοτ.).