ὑπολιπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(44)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που μένει ως [[υπόλοιπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπολιπές</i><br />[[έλλειμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>λιπής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που μένει ως [[υπόλοιπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπολιπές</i><br />[[έλλειμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>λιπής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολῐπής:''' Plut. = [[ὑπόλοιπος]].
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολῐπής Medium diacritics: ὑπολιπής Low diacritics: υπολιπής Capitals: ΥΠΟΛΙΠΗΣ
Transliteration A: hypolipḗs Transliteration B: hypolipēs Transliteration C: ypolipis Beta Code: u(poliph/s

English (LSJ)

ές,

   A left remaining, Thphr.HP3.13.2, Theopomp.Hist. 101, Clearch.25.    II deficient, Brut.Ep.20: τὸ ὑ. the deficit, prob. in Supp.Epigr.2.580.15 (Teos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1224] ές, übrig gelassen, geblieben, übrig, Plut. Marc. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολῐπής: -ές, ὑπόλοιπος, Θεοφρ. περὶ Φύτ. Ἱστ. 3. 13. 2. Θεόπομπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 120. 22, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256D.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που μένει ως υπόλοιπο
αρχ.
1. ελλιπής, ανεπαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπολιπές
έλλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιπής (< λείπω), πρβλ. περι-λιπής].

Russian (Dvoretsky)

ὑπολῐπής: Plut. = ὑπόλοιπος.