χοροίτυπος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(46)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>τυπος</i>. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[χοροιθαλής]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>τυπος</i>. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[χοροιθαλής]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].
}}
{{elru
|elrutext='''χοροίτῠπος:''' ударяемый в такт пляски ([[λύρα]] HH).
}}
}}

Revision as of 06:16, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé (de l’archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].

Russian (Dvoretsky)

χοροίτῠπος: ударяемый в такт пляски (λύρα HH).