συρμαϊσμός: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(40) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συρμαΐζω]]<br />η [[χρησιμοποίηση]] συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χυμός]] του φυτού [[συρμαία]]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ [[συρμαΐζω]]<br />η [[χρησιμοποίηση]] συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χυμός]] του φυτού [[συρμαία]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:13, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A use of an emetic, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Hp.Art.40, cf. Gal.18(1).484, Ruf. Interrog.70, Ps.-Diocl.ap Paul.Aeg.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
συρμαϊσμός: ὁ, ἡ χρῆσις ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συρμαΐζω
η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου
αρχ.
ο χυμός του φυτού συρμαία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen.